κατεδάφιση

κατεδάφιση
η
καταγκρέμισμα, χάλασμα: Πουλιούνται τα υλικά από την κατεδάφιση αυτής της πολυκατοικίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατεδάφιση — η (Μ κατεδάφισις [κατεδαφίζω] 1. γκρέμισμα, ισοπέδωση, κατακρήμνιση («η κατεδάφιση τού κτηρίου») 2. μτφ. πλήρης καταστροφή …   Dictionary of Greek

  • κατεδαφιστικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατεδάφιση, κατακρημνιστικός 2. αυτός που κάνει κατεδάφιση ή αυτός που γίνεται για κατεδάφιση («κατεδαφιστική βολή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατεδαφίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • αναίρεση — (Νομ.).Ένδικο μέσο που αποβλέπει στην ακύρωση των αποφάσεων των τακτικών δικαστηρίων ή άλλων δικαιοδοτικών οργάνων εξαιτίας ανακριβούς εφαρμογής του νόμου και η οποία ασκείται ενώπιον ανωτάτων δικαστηρίων. Το ένδικο μέσο της α. προσφέρεται και σε …   Dictionary of Greek

  • αριστοκράτης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς του Ορχομενού της Αρκαδίας (7ος αι. π.Χ.). Υπήρξε σύμμαχος του Μεσσήνιου Αριστομένη στους αγώνες του εναντίον της Σπάρτης. Τον πρόδωσε δύο φορές στους Σπαρτιάτες. 2. Αθηναίος στρατηγός (; – 406 π.Χ.). Ήταν… …   Dictionary of Greek

  • γκρέμισμα — και γκρέμνισμα, το 1. ρίξιμο ή πέσιμο από γκρεμό 2. κατεδάφιση 3. ανατροπή, κατάλυση 4. πληθ. τα γκρεμίσματα ερείπια, χαλάσματα, συντρίμμια …   Dictionary of Greek

  • εδάφιση — η 1. εξομάλυνση, ισοπέδωση εδάφους 2. κατεδάφιση …   Dictionary of Greek

  • ισοπέδωση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ισοπεδώνω, εξομάλυνση επιφάνειας, ισοπέδωμα, επιπέδωση, ίσιωμα επιφάνειας 2. μτφ. 1. κατάργηση κοινωνικών διαφορών και διακρίσεων, κοινωνική εξίσωση, εξομοίωση 2. κατεδάφιση, γκρέμισμα, καταστροφή. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • καθάρεσις — καθάρεσις, ιος, ἡ (Α) επιγρ. πιθ. δωρ. τ. αντί καθάρισις* («στέγας καθαρέσιος» τού καθαρισμού τής στέγης), αν δεν είναι εσφ. ανάγνωση αντί καθαίρεσις, γκρέμισμα, κατεδάφιση …   Dictionary of Greek

  • καθαίρεση — η (AM καθαίρεσις) [καθαιρῶ] αφαίρεση αξιώματος, έκπτωση, έξωση, απομάκρυνση από αξίωμα νεοελλ. φρ. «στρατιωτική καθαίρεση» αφαίρεση στρατιωτικού αξιώματος αρχ. 1. κατεδάφιση, κατακρήμνιση, γκρέμισμα («περὶ δὲ τῶν τειχών τής καθαιρέσεως οὐδεὶς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”